- μειδιώ
- μειδίασα, γελώ ελαφρά, χαμογελώ: Μόλις μας είδε μειδίασε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα … Dictionary of Greek
μειδιῶ — μειδιάω smile pres imperat mp 2nd sg μειδιάω smile pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μειδιάω smile pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μειδιάω smile imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
μειδάω — (Α) μειδιώ, χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μειδιῶ. Το ρ. μαρτυρείται μόνο στο γ εν. πρόσ., στο αρσ. τής μτχ. και στο απρμφ. τού αορ. μείδησε, μειδήσας και μειδῆσαι] … Dictionary of Greek
μειδίαμα — και μειδίασμα, το (ΑM μειδίαμα, Α και μειδίασμα) [μειδιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μειδιώ, ελαφρό γέλιο, χαμόγελο νεοελλ. ειρωνικό χαμόγελο («με το μειδίαμα στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε») … Dictionary of Greek
υπομειδιώ — ὑπομειδιῶ, άω, ΝΜΑ [μειδιώ] μειδιώ ελαφρά, χαμογελώ … Dictionary of Greek
αγλαομειδής — ἀγλαομειδής, ές (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που χαμογελά εύθυμα, χαρωπά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μειδιῶ ή μεῖδος] … Dictionary of Greek
αειμειδής — ές αυτός που διαρκώς χαμογελάει, φιλομειδής, γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Όπως και το φιλο μειδής, είναι δυνατό να παράγεται ή απευθείας από το μειδιώ ή από το μεῖδος (= γέλως), που σώζεται μόνο στον Ησύχιο] … Dictionary of Greek
αμείδητος — ἀμείδητος, ον (Α) [μειδιῶ] αμειδίαστος, σκυθρωπός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
αμειδής — ἀμειδής, ές (Α) [μειδιῶ] αμειδίαστος, αγέλαστος, σκυθρωπός … Dictionary of Greek